ρινίο

ρινίο
το / ῥινίον, ΝΑ [ῥίς, ῥινός]
νεοελλ.
το ρινικό σημείο
αρχ.
1. μυτούλα
2. πληθ. τὰ ῥινία
τα ρουθούνια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • ρινίον — (I) τὸ, Α βλ. ρινίο. (II) τὸ, ΜΑ βλ. ρινί …   Dictionary of Greek

  • ρινικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίνα, στη μύτη (α. «ρινικό διάφραγμα» β. «ρινικός κατάρρους» 2. φρ. α. «ρινικός αδένας» βιολ. αδένας τών θαλάσσιων πτηνών και ερπετών που καταπίνουν αλμυρό νερό, ο οποίος απομακρύνει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”